υποθηκάριος

υποθηκάριος
-ία, -ον, Μ
αυτός που ανήκει σε υποθήκη.
επίρρ...
ὑποθηκαρίως Μ
σχετικά με υποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. -άριος (πρβλ. μηχαν-άριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποθηκαρίων — ὑποθηκάριος of fem gen pl ὑποθηκάριος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκαρίαις — ὑποθηκάριος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκάριαι — ὑποθηκάριος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκαρία — ὑποθηκαρίᾱ , ὑποθηκάριος of fem nom/voc/acc dual ὑποθηκαρίᾱ , ὑποθηκάριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκαρίας — ὑποθηκαρίᾱς , ὑποθηκάριος of fem acc pl ὑποθηκαρίᾱς , ὑποθηκάριος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκαρίαν — ὑποθηκαρίᾱν , ὑποθηκάριος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”